Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκέφτομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκέφτομαι [skéftome] & σκέπτομαι [sképtome] Ρ αόρ. σκέφτηκα, απαρέμφ. σκεφτεί : ενεργοποιούμαι νοητικά παρατηρώντας, συσχετίζοντας, διαπιστώνοντας, αιτιολογώντας, αξιολογώντας και ερμηνεύοντας: ~ άρα υπάρχω. Πρώτα να σκέφτεσαι και μετά να μιλάς. Tι σκέφτεσαι; Θα το σκεφτώ και μετά θα σου απαντήσω. Σκέψου το καλύτερα! Ποιος το σκέφτηκε αυτό; Kάνει πράγματα χωρίς να σκέφτεται, παρορμητικά, μηχανικά. || (μπε.) που διανοείται, που εμβαθύνει: Είναι ένας σκεπτόμενος άνθρωπος. 1. αντιμετωπίζω, κατανοώ τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρό πο: Σκέφτεται τελείως διαφορετικά από μένα. Σκέφτεται ελεύθερα. Σκέφτεται με ιδιοτέλεια. 2α. αντιμετωπίζω ως ενδεχόμενο κτ. που απαιτεί σκέψη και προσοχή: Σκέφτηκες ποτέ τι θα μπορούσε να συμβεί αν… Δε σκέφτεται να παντρευτεί. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. ~, να μείνω ή να φύγω; β. έχω την πρόθεση, λογαριάζω, σκοπεύω: ~ να πουλήσω το σπίτι. Tι σκέφτεσαι να κάνεις; Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο; || υποθέτω, πιστεύω, φαντάζομαι: Θα έπρεπε να το ΄χες σκεφτεί. (έκφρ.) για σκέψου!, για κτ. που θεωρείται απίστευτο, αναπάντεχο. 3. στρέφω το ενδιαφέρον, την προσοχή μου προς κπ.: Δε με σκέφτεσαι καθόλου. Tη σκέφτεται όλη μέρα. || Ό,τι δεν μπορείς να αποκτήσεις, μην το σκέφτεσαι. 4. επαναφέρω στη μνήμη μου: ~ συχνά με νοσταλγία το πατρικό μου σπίτι.

[αρχ. σκέπτομαι με ανομ. τρόπου αρθρ. [pt > ft] · λόγ. < αρχ. σκέπτομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες