Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκάφη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκάφη η [skáfi] Ο30α : οικιακό σκεύος μακρόστενο και βαθουλό, παλιότερα ξύλινο ή μεταλλικό και σήμερα συνήθ. πλαστικό, που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των ρούχων. ΦΡ λέω τα σύκα* σύκα και τη ~ ~.

[αρχ. σκάφη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες