Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγή η [sijí] Ο29 : κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παντελή απουσία θορύβου ή ομιλίας· (πρβ. σιωπή): Στην αίθουσα επικρατούσε απόλυ τη ~. Tο πυκνό ακροατήριο άκουγε με θρησκευτική ~. (έκφρ.) νεκρική* ~. τηρώ ενός λεπτού ~, προς τιμή κάποιου νεκρού. ΦΡ τηρώ / κρατώ σιγήν ιχθύος*. || η μη απάντηση κάποιου, προφορική ή γραπτή, σε ζητήματα που τον αφορούν: H ~ του κρίνεται ως άρνηση.

[λόγ. < αρχ. σιγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες