Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σηρά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σήραγγα η [síraŋga] Ο28 : υπόγεια διάβαση που διευκολύνει το πέρασμα αυτοκινητοδρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής κάτω από βουνό, κατοικημένη ή θαλάσσια περιοχή· τούνελ1. || μεγάλος αγωγός: ~ εκτροπής του Aχελώου.

[λόγ. < αρχ. σῆραγξ, αιτ. -αγγα `κούφιος βράχος΄ σημδ. αγγλ. tunnel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες