Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σείω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σείω [sío] -ομαι Ρ αόρ. έσεισα, απαρέμφ. σείσει, παθ. αόρ. σείστηκα, απαρέμφ. σειστεί : τραντάζω, κουνώ πολύ δυνατά: Σείστηκε η γη από το σεισμό. ΠAΡ Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.

[αρχ. σείω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες