Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σίκα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σίκαλη η [síkali] Ο33 : δημητριακό φυτό της οικογένειας των αγρωστοειδών· η βρίζα: Yβρίδια σίκαλης. || Ψωμί από ~. Φρυγανιές σικάλεως, που γίνονται από αλεύρι σίκαλης.

[μσν. σίκαλ(ις) -η ίσως μεσογειακή λ. (πρβ. λατ. secale, [seká-] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σικάτος -η -ο [sikátos] Ε3 : (οικ.) κομψός, καλαίσθητος· σικ: Σικάτη κυρία. Σικάτη εμφάνιση.

[σικ -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες