Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σήμερον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σήμερον [símeron] επίρρ. χρον. : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση την ~ ημέραν, για να τονίσουμε την έννοια του παρόντος χρόνου.

[λόγ. < αρχ. σήμερον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες