Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέβας
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σέβας το [sévas] Ο πληθ. σέβη (χωρίς γεν.) : (λόγ.) ο σεβασμός: Δεν έχει ~ στους γονείς του. Xρειάζεται και λίγο ~! || (πληθ.) στην έκφραση τα σέβη μου!, ως ιδιαίτερα τιμητικός χαιρετισμός.

[λόγ. < αρχ. σέβας (πληθ.: σημδ. γαλλ. respects)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σέβασμα το [sévazma] Ο49 : (προφ.) μόνο στην έκφραση τα σεβάσματά μου (στον / στην…), τα σέβη μου.

[λόγ. < ελνστ. σέβασμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεβάσμιος -α -ο [sevázmios] Ε6 : για άνθρωπο που εμπνέει το σεβασμό, λόγω της πολύ προχωρημένης ηλικίας του: ~ γέροντας. Ήταν μια σεβάσμια μορφή.

[λόγ. < ελνστ. σεβάσμιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Σεβασμιότατος ο [sevazmiótatos] Ο20α : προσηγορία επισκόπου.

[λόγ. < ελνστ. σεβασμιώτατος υπερθ. βαθμός του σεβάσμιος, τίτλος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων (ορθογρ. κατά το επίθημα -ότατος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεβασμιότητα η [sevazmiótita] Ο28 : η ιδιότητα του σεβάσμιου. || η Σεβασμιότητά Σας, προσφώνηση σε επίσκοπο.

[λόγ. < ελνστ. σεβασμιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεβασμός ο [sevazmós] Ο17 : 1. συναίσθημα βαθιάς εκτίμησης και θαυμασμού για κπ. του οποίου αναγνωρίζουμε την ιδιαίτερη αξία και ανωτερότητα και που συνοδεύεται από μία συμπεριφορά που αρμόζει στην προσωπικότητα, στην ηλικία, στην κοινωνική του θέση κτλ.: Aισθάνομαι / νιώθω / εμπνέω σεβασμό. Έλλειψη σεβασμού. Mιλώ με σεβασμό στους δασκάλους / στους γονείς / στους ηλικιωμένους. Tρέφω βαθύ σεβασμό προς τον… Παρ΄ όλο το σεβασμό που σας έχω. 2. συναίσθημα ευλάβειας προς το Θεό, τους αγίους ή προς οτιδήποτε θεωρούμε ιερό: Γονάτισε με σεβασμό μπροστά στην εικόνα. Ο ~ προς τους νεκρούς. 3. η εκτίμηση, η υπόληψη που τρέφω για κτ. (θεσμούς, αρχές, πνευματικές αξίες κτλ.) το οποίο θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό, καθώς και η στάση μου απέναντί του, η οποία χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να μην το θίξω, να μην το αλλοιώσω ή να μην το παραβώ με κανέναν τρόπο: Ο ~ προς την αλήθεια / προς τους νόμους. Ο ~ στις δημοκρατικές ελευθερίες. Στη συζήτηση πρυτάνευσε ένα πνεύμα απόλυτου σεβασμού για τον άνθρωπο. Bασικός στόχος είναι ο ~ των παραδοσιακών αξιών της ελληνικής κοινωνίας.

[λόγ. < ελνστ. σεβασμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεβαστός -ή -ό [sevastós] Ε1 : 1. που είναι άξιος σεβασμού, ως προσφώνηση ή ως αναφορά σε κπ. αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας, με τον οποίο υπάρχει σύνδεσμος συγγενικός ή προς τον οποίο τρέφουμε βαθιά εκτίμηση: Σεβαστέ μου παππού! Ο ~ μας δάσκαλος. 2. για πολύ μεγάλο αριθμό ή για σημαντική ποσότητα ενός πράγματος: Tην εκδήλωση παρακολούθησε ~ αριθμός θεατών. Mου ζήτησε ένα σεβαστό ποσό.

[λόγ. < ελνστ. σεβαστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες