Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάρξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρξ η [sárks] Ο γεν. σαρκός : (λόγ.) σάρκα, μόνο σε απαρχαιωμένες ΦΡ και εκφράσεις ~ εκ της σαρκός μου: α. με συναισθηματική φόρτιση, για τα φυσικά ή πνευματικά μου τέκνα. β. για να τονιστεί η πολύ στενή σχέση που έχω με κτ.· ΣYN έκφρ. σάρκα από τη σάρκα μου. το μεν πνεύμα* πρόθυμον η δε ~ ασθενής. εμπόριο* λευκής σαρκός.

[λόγ. < αρχ. σάρξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες