Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάρμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρμάς ο [sarmás] Ο1 : ο ντολμάς. σαρμαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. sarma (αρχική σημ.: `τύλιγμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες