Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόδον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδόνερο το [roδónero] Ο41 : απόσταγμα από τριαντάφυλλα.

[ρόδ(ο) -ο- + νερ(ό) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες