Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρολόγι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρολόγι το [rolóji] Ο44 : (σπάν.) το ρολόι.

[μσν. *ωρολόγιν < ελνστ. ὡρολόγιον `ηλιακό ρολόι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες