Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζιμιός -ά -ό [rizimnós] Ε2 : (λαϊκότρ.) που είναι βαθιά ριζωμένος στη γη: Ριζιμιό λιθάρι / δέντρο.
[μσν. ριζιμαίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ρίζ(α) -ιμαίος (< επίθημα -αίος σε επίθ. σε -ιμος: αρχ. κλοπ(ή) > ελνστ. κλόπ(ιμος) > ελνστ. κλοπιμαῖος, δες και -ιός)]