Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριζιμιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζιμιός -ά -ό [rizimnós] Ε2 : (λαϊκότρ.) που είναι βαθιά ριζωμένος στη γη: Ριζιμιό λιθάρι / δέντρο.

[μσν. ριζιμαίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ρίζ(α) -ιμαίος (< επίθημα -αίος σε επίθ. σε -ιμος: αρχ. κλοπ(ή) > ελνστ. κλόπ(ιμος) > ελνστ. κλοπιμαῖος, δες και -ιός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες