Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρητορική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρητορική η [ritorikí] Ο29 : η τέχνη και η ικανότητα (κυρ. από σπουδή, άσκηση και γνώση ορισμένης τεχνικής) ενός ομιλητή να κυριαρχεί στη σκέψη και στην ψυχή των άλλων μόνο με το λόγο. || η θεωρία, το σύνολο των κανόνων και των τεχνικών που αφορούν την τέχνη της πειθούς με το λόγο: Δάσκαλος ρητορικής. || σύνολο ρητορικών λόγων.

[λόγ. < αρχ. ῥητορική]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες