Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρετσίνι το [retsíni] Ο44 : παχύρρευστη και κολλώδης ουσία που εκκρίνεται από τον κορμό και τα κλαριά ορισμένων δέντρων και κυρίως του πεύκου· (πρβ. ρητίνη): ~ πεύκου / κέδρου. Mοσκοβολούσε ο τόπος ~.
[μεταπλ. του μσν. ρετσίνη (δες στο ρετσίνα 2) με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρετσινιά η [retsiná] Ο24 : δυσφημιστικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κπ. και μένει για πάντα· (πρβ. στίγμα): Tου κόλλησαν τη ~ του κακοπληρωτή. M΄ αυτά που κάνεις δεν τη γλιτώνεις τη ~.
[ρετσίν(ι) -ιά (επειδή το ρετσίνι λερώνει και δεν καθαρίζεται εύκολα)]