Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραβδισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβδισμός ο [ravδizmós] Ο17 : δαρμός ή χτύπημα με ραβδί, κυρίως ως βασανιστήριο: Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν το ραβδισμό ως απλή πειθαρχική ποινή. Tιμωρήθηκε με δέκα ραβδισμούς.

[λόγ. < ελνστ. ῥαβδισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες