Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεάλι το [reáli] Ο44 : ονομασία παλιάς νομισματικής μονάδας της Iσπανίας και της Πορτογαλίας. || (λαϊκότρ., πληθ.) χρήματα, περιουσία, παράδες.

[ισπαν. real ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεαλισμός ο [realizmós] Ο17 : 1.(στη λογοτεχνία και στις τέχνες) η αντίληψη ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να παρουσιάζει το αντικείμενό του όπως ακριβώς είναι, χωρίς καμιά προσπάθεια να το εξωραΐσει ή να το εξιδανικεύσει· (πρβ. νατουραλισμός): Ο ~ αντιτίθεται τόσο προς τον ιδεαλισμό όσο και προς το ρομαντισμό. Σοσιαλιστικός ~, λογοτεχνικό κυρίως ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Σοβιετική Ένωση και στόχευε στην απόδοση της κοινωνικής πραγματικότητας, όπως αυτή εμφανιζόταν μέσα από τη διαδικασία της επαναστατικής εξέλιξης, και στην αφύπνιση των μαζών. || ο χαρακτήρας λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου που διαπνέεται από αυτή την αντίληψη· ρεαλιστικότητα: Ο ~ ενός έργου / μιας περιγραφής. 2. (φιλοσ.) α. η θεωρία που αποδίδει στον εξωτερικό κόσμο αντικειμενική υπόσταση, ανεξάρτητα από το νου: Στην άποψη του ρεαλισμού αντιτίθενται η εννοιοκρατία και ο νομιναλισμός. β. (ειδικότ., στη μεσαιωνική σχολαστική φιλοσοφία) η θεωρία που αποδίδει πραγματική υπόσταση στις καθολικές έννοιες. 3. η αντιμετώπιση της πραγματικότητας με έναν τρόπο απόλυτα σύμφωνο με αυτήν, χωρίς εξιδανικεύσεις και εξωραϊσμούς: Aς εξετάσουμε το πρόβλημα με ρεαλισμό. Πολιτικός ~. Kυνικός ~.

[λόγ. < γαλλ. réalisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεαλιστής ο [realistís] Ο7 θηλ. ρεαλίστρια [realístria] Ο27 : 1α.ο καλλιτέ χνης ή ο λογοτέχνης που εκφράζεται με τον τρόπο του ρεαλισμού1. || (ως επίθ.): ~ πεζογράφος / ποιητής. β. ο φιλόσοφος που δέχεται και υποστη ρίζει τις απόψεις του ρεαλισμού2. 2. (προφ.) αυτός που αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με ρεαλισμό3, όπως είναι, χωρίς να την εξιδανικεύει ή να την εξωραΐζει· (πρβ. πραγματιστής): Aς αφήσουμε τα όνειρα κι ας γίνουμε για λίγο ρεαλιστές.

[λόγ. < γαλλ. réaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. ρεαλισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεαλιστικός -ή -ό [realistikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στο ρεαλιστή ή στο ρεαλισμό ή που είναι σύμφωνος με αυτόν. 1α. που αναφέρεται στον καλλιτεχνικό ή στο λογοτεχνικό ρεαλισμό: Ρεαλιστικό διήγημα. Ρεαλιστική ποίηση / ζωγραφική / τέχνη. β. που αναφέρεται στο φιλοσοφικό ρεαλισμό. 2. που λαβαίνει υπόψη του την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς να την εξιδανικεύει ή να την εξωραΐζει. ANT εξωπραγματικός, ουτοπικός: Ρεαλιστική λύση / πρόταση / άποψη. Ρεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής. ρεαλιστικά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2, με τρόπο ρεαλιστικό, χωρίς εξιδανικεύσεις.

[λόγ. ρεαλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες