Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πύον το [píon] & πύο το [pío] Ο39 : υγρό, συνήθ. αδιαφανές, κιτρινωπό και παχύρρευστο, το οποίο δημιουργείται σε σημεία που υπάρχει φλεγμονή και αποτελείται από κατεστραμμένα λευκοκύτταρα και άλλους μικροοργανισμούς: H πληγή έχει / βγάζει ~. Παρουσία πύου στα ούρα.
[λόγ. < αρχ. πύον]