Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πομάδα η [pomáδa] Ο26 : (παρωχ.) αλοιφή, κρέμα (κυρ. προσώπου) με φαρμακευτικές και ιδίως καλλυντικές ιδιότητες.
[βεν. pomada]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πομακικός -ή -ό [pomakikós] Ε1 & πομάκικος -η -ο [pomákikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Πομάκους ή προέρχεται από αυτούς: Πομακικά χωριά. Πομακική γλώσσα. || (ως ουσ.) η πομακική, τα πομακικά, τα πομάκικα, η πομακική γλώσσα.
πομακικά & πομάκικα ΕΠIΡΡ σε πομακική γλώσσα. [λόγ. Πομάκ(ος) -ικός < βουλγ. Ρomak -ος· πομακ(ικός) -ικος]