Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πωλητήριος -α -ο [politírios] Ε6 : 1. που έχει σχέση και ιδίως γίνεται για την πώληση ορισμένου αγαθού. 2. (ως ουσ.) το πωλητήριο: α. συμβόλαιο πώλησης: Yπογραφή / εκτέλεση / ακύρωση του πωλητηρίου. β. αγγελία για πώληση: Πωλητήριο δημοσιευμένο σε εφημερίδα. Tο σπίτι πουλιέται· έχει στην πόρτα του ένα πωλητήριο.
[λόγ. πωλη- (πωλώ) -τήριον (πρβ. αρχ. πωλητήριον `χώρος πώλησης΄)]