Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτωχός -ή -ό [ptoxós] Ε1 : 1. (λόγ.) φτωχός, συχνά ως ουσ.: Έρανος υπέρ των πτωχών. (απαρχ. έκφρ.) ~ τω πνεύματι, βλάκας. μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ευτυχισμένοι όσοι δεν καταλαβαίνουν πολλά πράγματα ή δε σκέφτονται πολύ. 2. (νομ.) που έχει πτωχεύσει.
[λόγ. < αρχ. πτωχός `ζητιάνος΄]