Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτηνό το [ptinó] Ο38 : κάθε σπονδυλωτό, δίποδο, ομοιόθερμο και ωοτόκο (αυγά με ασβεστολιθικό κέλυφος) ζώο με κεράτινο ράμφος, πούπουλα και φτερά που του δίνουν τη δυνατότητα να πετάει· πουλί: Aποδημητικά / υδρόβια / αρπακτικά πτηνά. Εξημερωμένα / ωδικά πτηνά. Σπάνια πτη νά. Φυσιολογία / πολλαπλασιασμός των πτηνών. Ομοταξία / ταξινόμηση των πτηνών.
[λόγ. εν. < αρχ. πτηνά τά ουδ. πληθ. του επιθ. πτηνός `που πετάει΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτηνοτροφείο το [ptinotrofío] Ο39 : χώρος εφοδιασμένος με εγκαταστάσεις ειδικές για τη συστηματική εκτροφή πτηνών· ορνιθοτροφείο: Kοτόπουλα / αυγά πτηνοτροφείου.
[λόγ. πτηνοτρόφ(ος) -είον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτηνοτροφία η [ptinotrofía] Ο25 : εκτροφή και εκμετάλλευση πτηνών ιδίως ως οικονομική δραστηριότητα.
[λόγ. πτηνοτρόφ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτηνοτροφικός -ή -ό [ptinotrofikós] Ε1 : που έχει σχέση με την πτηνοτροφία ή τον πτηνοτρόφο: Πτηνοτροφικά προϊόντα. ~ συνεταιρισμός.
[λόγ. πτηνοτρόφ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πτηνοτρόφος ο [ptinotrófos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την πτηνοτροφία.
[λόγ. πτην(όν) -ο- + -τρόφος]