Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτήση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτήση η [ptísi] Ο31 : 1. μετακίνηση του αεροπλάνου, ελικοπτέρου, αεροστάτου κτλ. στον αέρα· πέταγμα: ~ του διαστημοπλοίου, κίνησή του στο διάστημα. (έκφρ.) εν πτήσει, κατά τη διάρκειά της: Tο αεροπλάνο ανεφοδιάστηκε με καύσιμα εν πτήσει. Συνεχής / χαμηλή / νυκτερινή / δοκιμα στική / ανάστροφη / κατακόρυφη / εκπαιδευτική ~. || (αεροναυτ.) ~ όψεως, που γίνεται χωρίς ειδικά όργανα αλλά με άμεση παρατήρηση του περιβάλλοντος από τον πιλότο. ANT ~ τυφλή / με όργανα. ~ σχηματισμού, σε παρέλαση. Σχέδιο πτήσης. Xρόνος πτήσης, το διάστημα από τη στιγμή που κλείνουν οι πόρτες πριν από την απογείωση ως τη στιγμή που ανοίγουν μετά την προσγείωση. Οι ώρες πτήσης ενός πιλότου. || δρομολό γιο επιβατικού αεροπλάνου: Πότε έχει ~ για το Παρίσι; Aθήνα-Tόκιο με απευθείας ~. Aριθμός πτήσης. ~ τσάρτερ. Aναβάλλεται / ματαιώνεται μία ~. 2. (ιδ. για τα πτηνά) πέταγμα: Iκανότητα / αδυναμία πτήσης.

[λόγ. < αρχ. πτῆ(σις) -ση `πέταγμα πουλιού΄ & σημδ. γαλλ. vol & αγγλ. flight]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες