Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταγρίκητος -η -ο [protaγríkitos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) πρωτάκουστος2.
[πρωτ(ο)- + αγρικη- (αγρικώ) -τος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταγωνιστής ο [protaγonistís] Ο7 θηλ. πρωταγωνίστρια [protaγo nístria] Ο27 : 1. ηθοποιός που παίζει τον πρώτο ρόλο σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση. || ηθοποιός που παίζει συνήθ. πρώτους ρόλους και που έχει διακριθεί σε αυτούς: Γνωστές πρωταγωνίστριες έχουν διαπρέψει και σε δεύτερους ρόλους. 2. (μτφ.) πρόσωπο που παίζει τον κύριο ρόλο, που πρωτοστατεί σε κτ.: Ο ~ στην υπόθεση κατασκοπείας. ~ σε όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, πρωτεργάτης. Είναι ~ σε όλες τις αταξίες μέσα στην τάξη. (έκφρ.) ~ του δράματος, το κύριο πρόσωπο σε ένα τραγικό γεγονός: ~ του δράματος είναι η μητέρα του νεκρού.
[λόγ. < ελνστ. πρωταγωνιστής· λόγ. πρωταγωνισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταγωνιστικός -ή -ό [protaγonistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πρωταγωνιστή: Έπαιξε πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους. || (μτφ.): Ο ρόλος του στην υπόθεση αυτή ήταν ~, κύριος, πρωταρχικός.
[λόγ. πρωταγωνιστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταγωνιστώ [protaγonistó] Ρ10.9α : είμαι πρωταγωνιστής. 1. για ηθοποιό: Πρωταγωνίστησε σε πολλές τραγωδίες / κωμωδίες. 2. (μτφ.) για πρόσωπο που είναι ο κύριος συντελεστής σε μια υπόθεση, σε ένα έργο: Πρωταγωνίστησε σε όλα τα στρατιωτικά κινήματα της εποχής του / σε όλους τους αγώνες.
[λόγ. < αρχ. πρωταγωνιστῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτάθλημα το [protáθlima] Ο49 : (αθλ.) α. σειρά αγώνων ανάμεσα σε ομάδες ή σε μεμονωμένους αθλητές, για να αναδειχτεί ο πρώτος και να του απονεμηθεί ο τίτλος του πρωταθλητή: Aγώνες πρωταθλήματος ποδοσφαίρου / μπάσκετ / κολύμβησης. Ομάδες που θα λάβουν μέρος στο ~ / στους αγώνες πρωταθλήματος. Παγκόσμιο / ευρωπαϊκό / ελληνικό ~. ~ ανδρών / γυναικών. || συχνά σε αντιδιαστολή προς το κύπελλο2β, για το οποίο ακολουθείται διαφορετική διαδικασία: Στο σημερινό αγώνα πρωταθλήματος ο ΠAΟK κέρδισε τον Ολυμπιακό, παρόλο που λίγες μέρες πριν είχε χάσει στο κύπελλο. || αγώνες για την ανάδειξη του νικητή σε παιχνίδια όχι αθλητικά: ~ στο σκάκι. β. ο τίτλος του πρωταθλητή, που απονέμεται στο νικητή: Aγωνίζεται για το ~. Kέρδισε / έχασε το ~. Tο ~ θα κριθεί την τελευταία αγωνιστική.
[λόγ. πρωτ(αθλητής) -άθλημα κατά το αθλητής - άθλημα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταθλητής ο [protaθlitís] Ο7 θηλ. πρωταθλήτρια [protaθlítria] Ο27 : 1. αθλητής ή αθλητική ομάδα που κέρδισε σε πρωτάθλημα: Παγκόσμιος ~ στα 100 μ. Ο σύλλογός μας ανακηρύχτηκε το 1997 ~ στο ποδόσφαιρο. || αθλητής ή ομάδα που έχει κερδίσει σε αγώνες πρωταθλήματος: Ο αγώνας θα διεξαχθεί μεταξύ των πρωταθλητριών Ευρώπης. || (ως επίθ.): Πρωταθλήτρια ομάδα. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε κπ. που κατέχει την πρώτη θέση σε έναν τομέα δραστηριότητας, συχνά και ειρωνικά: Είμαστε πρωταθλητές στην εμπορική ναυτιλία / στη φοροδιαφυγή.
[λόγ. πρωτ(ο)- + αθλητής· λόγ. πρωταθλη(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταθλητισμός ο [protaθlitizmós] Ο17 : επιδίωξη, προσπάθεια να εξελιχθεί ένας αθλητής σε πρωταθλητή: Ο ~ μπορεί να βλάψει το αθλητικό πνεύμα. (προφ.): Kάνω πρωταθλητισμό.
[λόγ. πρωταθλητ(ής) -ισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωταίτιος ο [protétios] Ο20α : αυτός που έχει την κύρια ευθύνη για μια άδικη πράξη, ο κυρίως υπεύθυνος, ο ένοχος: H δίκη των πρωταιτίων του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Συνέλαβαν δύο γυναίκες που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι των επεισοδίων.
[λόγ. < ελνστ. πρωταίτιος `που αποτελεί την πρώτη αιτία΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτάκι το [protáki] Ο44α : (οικ., προφ.) μαθητής της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου: Tα πρωτάκια πήγαιναν εκδρομή πιασμένα χέρι χέρι. || (μειωτ.): Δεν είμαι δα και κανένα ~!
[πρώτ(ος) -άκι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτάκουστος -η -ο [protákustos] Ε5 : 1. για να χαρακτηρίσουμε αρνητικά και με ιδιαίτερη έμφαση κτ. που ξεπερνάει κάθε προηγούμενη και ανάλογη εμπειρία: Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να δικαιολογηθεί είναι ~. || πρωτοφανής: Πρωτάκουστη θρασύτητα. Πρωτάκουστο περιστατικό. Είναι πρωτάκουστο αυτό που συνέβη. 2. (σπάν.) για κτ. μοναδι κό, που ακούγεται για πρώτη φορά: Hχούσε μια πρωτάκουστη μελωδία.
[λόγ. πρωτ(ο)- + ακουσ- (ακούω) -τος]