Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόστυχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόστυχος -η -ο [próstixos] Ε5 : 1. για άνθρωπο που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο, που είναι χυδαίος. α2. για κπ. του οποίου η σεξουαλική συμπεριφορά ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού. || (ως ουσ., παρωχ.) η πρόστυχη, πόρνη. β1. για ενέργεια ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από χυδαιότητα, από έλλειψη ευπρέπειας και σεβασμού για την προσωπικότητα των άλλων: Aυτό που μου έκανε ήταν πολύ πρόστυχο, προστυχιάβ. β2. για κτ. που θεωρείται ανήθικο, στο σεξουαλικό τομέα· άσεμνος·: Πρόστυχα αστεία. Πρόστυχα λόγια, προστυχόλογα. Πρόστυχες χειρονομίες. Πρόστυχο ντύσιμο. 2. (προφ.) για κτ. που είναι πολύ μικρής αξίας και επομένως και πολύ κακής ποιότητας: Πρόστυχο ύφασμα. Πρόστυχα παπούτσια / έπιπλα. πρόστυχα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~. Είναι ντυμένη ~.

[αρχ. προστυχ(ής) `που σχετίζεται κατά τύχη΄ μεταπλ. -ος και άνοδος του τόνου κατά τα σύνθετα (πρβ. αρχ. ὁ προστυγχάνων `ο πρώτος τυχόντας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες