Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωκτός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωκτός ο [proktós] Ο17 : (ανατ.) το κατώτατο τμήμα του παχέος εντέρου από το οποίο βγαίνουν τα κόπρανα. || (επέκτ.) η έδραIV.

[λόγ. < αρχ. πρωκτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες