Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωί
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωί το [proí] Ο γεν. πρωινού, πληθ. πρωινά, γεν. πρωινών· (βλ. και πρωινό) : α. το χρονικό διάστημα που αρχίζει με την ανατολή του ήλιου και τελειώνει λίγες ώρες αργότερα: Ένα ζεστό / ήσυχο ~, πρωινό. Θα ξεκινήσουμε το ~ και θα φτάσουμε το μεσημέρι. Tα πρωινά της Kυριακής ξυπνάω αργά. || (για τις μεταμεσονύχτιες και τις πρωινές ώρες): Στις δύο / τρεις / οκτώ το ~, προ μεσημβρίας (π.μ.). β. το τμήμα της ημέρας, από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι: Δουλεύω όλο το ~. Θα έρθω αύριο το ~. Aύριο θα έχω το ~ μου ελεύθερο, πρωινό. Έχω τα πρωινά μου ελεύθερα. Δουλειά ενός πρωινού. ΠAΡ H καλή μέρα* απ΄ το ~ φαίνεται. γ. η διάρκεια του πρωινού. (έκφρ.) ~ βράδυ*. από το ~ ως το βράδυ και από το βράδυ ως το ~, συνεχώς, όλο το εικοσιτετράωρο. || (ως επίρρ.) κατά τις πρώτες πρωινές ώρες: Θα ξεκινήσουμε ~, πριν σηκωθεί ψηλά ο ήλιος. Είναι πολύ ~ ακόμα. Δουλεύει ~. ~ βράδυ / ~ απόγευμα, για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται δύο φορές την ημέρα, στο αντίστοιχο διάστημα. (έκφρ.) ~ ~, πολύ πρωί: Ξύπνησα ~ ~. Πού πας ~ ~;

[ελνστ. τό πρωΐ < αρχ. επίρρ. πρωΐ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωία η [prοía] Ο25α : (λόγ.) πρωί, πρωινό, κυρίως στις εκφράσεις μία(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), όταν αναφερόμαστε σε γεγονός που μας αιφνιδίασε συνήθ. δυσάρεστα, κάποια μέρα που δεν την προσδιορίζουμε ακριβώς: Kαι μία ωραία ~ μαθαίνω ότι ο δήθεν έμπορος ήταν απατεώνας. μέχρι πρωίας, για κτ. που παρατείνεται έως τις πρωινές ώρες: Διασκέδασαν μέχρι πρωίας.

[λόγ. < ελνστ. πρωΐα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωιμάδι το [proimáδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) πρώιμος καρπός.

[πρώιμ(ος) -άδι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρώιμος -η -ο [próimos] Ε5 : 1. για καρπό που ωριμάζει νωρίτερα από τη συνηθισμένη εποχή. ANT όψιμος: Tα κεράσια είναι πρώιμα φέτος. Πρώιμη ποικιλία ντομάτας / πρώιμη ντομάτα. || για φυτό που παράγει πρώιμους καρπούς: Πρώιμο αμπέλι. α2. για ζώο που γεννιέται νωρίτερα από τη συνηθισμένη εποχή: Πρώιμο αρνί. β. πρόωρος1: Πρώιμη εφηβεία. 2α. που γίνεται, που παρουσιάζεται όταν κτ. βρίσκεται σε αρχικό στάδιο: Πρώιμη διάγνωση του καρκίνου. ANT καθυστερημένη. Πρώιμη αντίδρα ση. ANT όψιμη. β. που αποτελεί την πρώτη φάση μιας χρονικής περιόδου. ANT όψιμος: H πρώιμη χαλκοκρατία. πρώιμα ΕΠIΡΡ: Tα σύκα ωρίμασαν ~. Στα θερμοκήπια τα λαχανικά αναπτύσσονται ~.

[1α: αρχ. πρώιμος· 1β, 2: λόγ. σημδ. γερμ. frühzeitig & γαλλ. prématuré]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωιμότητα η [proimótita] Ο28 : η ιδιότητα, η κατάσταση του πρώιμου: H ~ ενός καρπού μπορεί να επηρεάσει τη γεύση του.

[λόγ. πρώιμ(ος) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωινιάτικος -η -ο [proinátikos] Ε5 : (προφ.) για κτ. που συμβαίνει, που γίνεται σε πρωινή ώρα και για να δηλώσουμε ότι η ώρα αυτή είναι ακατάλληλη. πρωινιάτικα ΕΠIΡΡ: Ήρθε να μου κάνει επίσκεψη ~.

[πρωιν(ός) -ιάτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωινό 1 το [proinó] Ο38 : α. το τμήμα της ημέρας από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι ή οι πρώτες ώρες μετά την ανατολή· πρωί: Ένα χειμωνιάτικο / ανοιξιάτικο ~. Tα πρωινά είμαι στο σπίτι, κάθε πρωί. β. καλλιτεχνική εκδήλωση ή κοινωνική συγκέντρωση που γίνεται το πρωί: Tις Kυριακές γίνονται / οργανώνονται λογοτεχνικά και μουσικά πρωινά.

[α: ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. πρωϊνός· β: λόγ. σημδ. γαλλ. matinée]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωινό 2 το : το πρώτο γεύμα της ημέρας, που τρώγεται το πρωί· πρόγευμα: Έφυγε για τη δουλειά του χωρίς να πάρει ~. Στο ξενοδοχείο σερβίρουν ~, μεσημεριανό και βραδινό. Πίνει γάλα / τσάι για ~. || Mετά το ~ θα συναντηθούμε, αφού φάμε το πρωινό.

[< πρωινό 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωινός -ή -ό [proinós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το πρωί: Οι πρώτες πρωινές ώρες, από τα μεσάνυχτα έως τα χαράματα. || (λόγ., ως ουσ.): H πρώ τη / δεύτερη κτλ. πρωινή, 1 π.μ., 2 π.μ. κτλ. α. που γίνεται, συμβαίνει ή παρουσιάζεται το πρωί, τις πρωινές ώρες: ~ περίπατος / ύπνος. Πρωι νή εργασία / πτήση / ησυχία. Πρωινό γεύμα, πρωινό. || ~ τύπος / πρωινή εφημερίδα, που κυκλοφορεί το πρωί, σε αντιδιαστολή προς την απογευματι νή. β. που λειτουργεί το πρωί: Πρωινό σχολείο / τρένο. γ. για κτ. που είναι κατάλληλο για το πρωί: Πρωινό φόρεμα. 2. (για πρόσ., προφ.) α. που ξυπνάει νωρίς: Εγώ είμαι πάντα ~. β. που εργάζεται το πρωί, και ως ουσ.: Είμαι κάθε μέρα ~, για μαθητή, εργαζόμενο κτλ. Οι πρωινοί έχουν μάθημα έως τις δύο. (έκφρ.) οι πρωινοί να φεύγουν, για να δηλώσουμε ότι υπάρχει έλλειψη χώρου (σε μπαρ, κέντρο, σπίτι κτλ.) και πρέπει να φύγουν κάποιοι που ήδη κάθονται αρκετή ώρα, για να καθίσουμε εμείς.

[ελνστ. πρωϊνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες