Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτρέχω [protréxo] Ρ αόρ. προέτρεξα, απαρέμφ. προτρέξει : σπεύδω να ενεργήσω ή να συμπεράνω κτ., να καταλήξω σε κτ., ενώ δε γνωρίζω ακόμη όλα τα απαραίτητα δεδομένα: Mην προτρέχεις, περίμενε να δεις πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση και ύστερα αποφασίζεις. Προτρέχεις και βγάζεις συμπεράσματα, πριν ακούσεις όλα τα επιχειρήματά μου. (γνωμ.) να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας, να μη μιλάει κανείς, αν πρώτα δε σκεφτεί καλά τι πρέπει να πει.
[λόγ. < αρχ. προτρέχω]