Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσηλώνω [prosilóno] -ομαι Ρ1 : 1. κατευθύνω και κρατώ σταθερά, συγκεντρώνω αποκλειστικά το βλέμμα, την προσοχή, τη σκέψη μου κτλ. σε κτ.: Είχε προσηλώσει το βλέμμα του στην οθόνη της τηλεόρασης. Προσή λωσε την προσοχή του στην οδήγηση. 2. (παθ.) κατευθύνομαι και επιμέ νω σταθερά σε κτ., αφιερώνομαι ολοκληρωτικά σε αυτό: Είναι σταθερά προσηλωμένος στις αρχές της δημοκρατίας. H κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στην οικονομία της αγοράς.
[λόγ. < αρχ. προσηλ(ῶ) -ώνω (αρχική σημ.: `καρφώνω΄)]