Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπετής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπέτης ο [propétis] Ο10 θηλ. προπέτισσα [propétisa] Ο27 : ο προπετής.

[λόγ. προπέτ(εια) -ης (αναδρ. σχημ.)· λόγ. προπέτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπετής -ής -ές [propetís] Ε10 : που βιάζεται να πει κτ. χωρίς να σκεφτεί, που μιλάει φλύαρα και απερίσκεπτα: ~ νέος. || αυθάδης, θρασύς: Aντιπαθώ τους προπετείς ανθρώπους. προπετώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. προπετής· λόγ. προπετ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες