Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προδιαθέτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προδιαθέτω [proδiaθéto] -ομαι, προδιατίθεμαι Ρ (βλ. διαθέτω) : προετοιμάζω, επηρεάζω κπ., ώστε να δεχτεί ή να αντιμετωπίσει κπ. ή κτ. με ορισμένη (ψυχική, πνευματική, σωματική) διάθεση: ~ κπ. υπέρ / κατά κάποιου / θετικά / αρνητικά. Tο χαμόγελό της με προδιαθέτει θετικά απέναντί της. Tο κάπνισμα προδιαθέτει τον οργανισμό προς τον καρκίνο των πνευμόνων.

[λόγ. < ελνστ. προδιατίθημι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το τίθημι > θέτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες