Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβοσκίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβοσκίδα η [provoskíδa] Ο26 : σαρκώδης, σωληνοειδής επιμήκυνση της μύτης και του άνω χείλους ή των στοματικών οργάνων διάφορων ζώων, εντόμων και μαλακίων, που χρησιμοποιείται για την απομύζηση ή τη λήψη τροφής: H ~ του ελέφαντα / του κουνουπιού. (έκφρ.) κατεβάζω ~, κάνω μούτρα, μουτρώνω.

[λόγ. < αρχ. προβοσκίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες