Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προαιρούμαι [proerúme] Ρ10.9β (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) με ελεύθερη βούληση αποφασίζω, επιλέγω, κάνω κτ.: Στους εράνους δίνει κανείς ό,τι προαιρείται. Δώστε ό,τι προαιρείσθε.
[λόγ. < αρχ. προαιροῦμαι]