Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προέχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προέχων -ουσα -ον [proéxon] Ε12 : που έχει πρωτεύουσα, πρωταρχική σημασία, σπουδαιότητα, που είναι ο σημαντικότερος: H παιδεία / η οικονομία / η ηθική αποκτά προέχουσα σημασία.

[λόγ. μεε. του αρχ. προέχω `υπερέχω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες