Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προέλευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προέλευση η [proélefsi] Ο33 : 1. (για πρόσ.) α. ο χώρος, ο τόπος, το (οικογενειακό, κοινωνικό κτλ.) περιβάλλον από όπου ξεκίνησε, έχει έρθει κάποιος: Πρόσφυγες μικρασιατικής προέλευσης. H συμπεριφορά του φανερώνει τη μικροαστική του ~. Οι χώρες προέλευσης των τουριστών / μεταναστών. Άνθρωποι αριστερής / δεξιάς / κεντρώας προέλευσης. β. η καταγωγή1: Επιστήμη και θρησκεία διαφωνούν για την ~ του ανθρώπου. Άτομο άγνωστης προέλευσης, που δεν είναι γνωστή η καταγωγή ή το ποιόν του. 2. (για πργ.) ο χώρος, ο τόπος από όπου ξεκινάει, έρχεται, πηγάζει κτ.: Xώρα / τόπος προέλευσης. Προϊόντα / φρούτα εγχώριας / ξένης προέλευσης. Λέξεις με λατινική / ινδοευρωπαϊκή ~. Ονομασία / πιστοποιητικό προέλευσης, που πιστοποιεί την προέλευση προϊόντων, εμπορευμάτων. Φήμες / πληροφορίες άγνωστης / ύποπτης προέλευσης. Aπόψεις μαρξιστικής προέλευσης. Έχω μια δυσάρεστη αίσθηση χωρίς να μπορώ να εξηγήσω την προέλευσή της, την πηγή, την αιτία της.

[λόγ. < ελνστ. προέλευ(σις) `έξοδος από΄ -ση σημδ. γαλλ. provenance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες