Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προΐσταμαι [proístame] Ρ μπε. προϊστάμενος* : (λόγ.) διευθύνω, είμαι επικεφαλής: ~ της εταιρείας / της υπηρεσίας / του υπουργείου. Προΐσταται στο συμβούλιο / στη συνεδρίαση / στην επιτροπή. Προΐσταται του διοικητικού συμβουλίου.
[λόγ. < αρχ. προΐσταμαι]