Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προ
856 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προ [pro & pró] πρόθ. : (λόγ.) συντάσσεται με γενική και δηλώνει επιρρηματικές σχέσεις. 1α. τόπο· μπροστά από: ~ της εισόδου. ΦΡ ~ των πυλών*. β. (μτφ.): ~ (σειράς) εκπλήξεων. ~ του κινδύνου. 2. χρόνο· πριν από: ~ διετίας / τριετίας / δεκαετίας. (έκφρ.) ~ ολίγου*. ~ πολλού*. ~ Xριστού*. ~ μεσημβρίας*. ~ καιρού*. ~ αμνημονεύτων* χρόνων / ετών.

[λόγ. < αρχ. πρό]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προ- [pro] & πρό- [pró], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο συνήθ.: I1α. δηλώνει αυτό που βρίσκεται μπροστά από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: πρόδομος, πρόναος· (γραμμ.) προπαραλήγουσα. β. χρησιμοποιείται για πρόσωπο που βρίσκεται μπροστά από τους άλλους και τελικά ηγείται, υπερέχει: προΐσταμαι, προπορεύομαι. || για το επικεφαλής πρόσωπο και την ανάλογη άσκηση εξουσίας: προϊστάμενος· προεδρία. γ. προπάντων, προπαντός. 2. έχει τη σημασία: α. προς τα εμπρός ή προς τα έξω: προβάλλω, προεκτείνω, προωθώ. || συχνά σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) προγναθισμός· (γυμν.) πρόταση· (αρχιτ.) πρόβολος. β. μπροστά, έξω, μακριά από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: προάστιο. 3. δηλώνει αυτό που γίνεται: α. μπροστά σε όλους, δημόσια: προαγορεύω, προκηρύσσω· προγραφή, προκήρυξη. β. για τη φροντίδα, προστασία κάποιου: προφυλάσσω· πρόμαχος, υπέρμαχος. γ. με την έννοια της εκλογής, επιλογής ύστερα από σύγκριση: προκρίνω, προτιμώ· πρόκριση, προτίμηση· προκριματικός. II. για κτ. που γίνεται εκ των προτέρων, από πριν: προαναγγέλω, προαποφασίζω, προειδοποιώ, προεξοφλώ, προκαταβάλλω, προπληρώνω, προϋπολογίζω, προφυλακίζω· προαγορά, προανάκριση, προειδοποίηση, προεξόφληση, προφυλάκιση, προκαταβολή, προπληρωμή· προσύμφωνο· προειδοποιητικός, προεξοφλητικός. || προμαντεύω, προβλέπω τι θα επακολουθήσει· προαισθάνομαι, προλέγω, προαίσθηση. III1. γενικά γι΄ αυτό που προηγείται χρονικά, που εμφανίζεται πριν από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: προημιτελικός. || (ιστ.) προϊστορία· προέλληνες· συχνά ANT μετα-: προεόρτιος, προεφηβικός, προκατακλυσμιαίος, προκατοχικός, προπολεμικός, προσχολικός. 2. για αυτό που σε μια φυσική σειρά προηγείται, υπάρχει χρονικά αμέσως πριν από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: προγιαγιά, προπαππούς· προπαραμονή· προχτές. || (προφ.) συχνά για την αμέσως προηγούμενη χρονική βαθμίδα με επανάληψη: προπρογιαγιά, προπροπαραμονή· προπροτελευταίος· και με το αντι-: αντιπροτελευταίος. 3. για κτ. που γίνεται πριν έρθει η κατάλληλη, η φυσιολογική γι΄ αυτό ώρα, χρονική στιγμή: πρόωρος. IV. με επιτατική σημασία: προαιώνιος· πρόδηλος, προφανής, ολοφάνερος· προφανώς.

[λόγ. < αρχ. προ- (< πρόθ. πρό) ως α' συνθ.: αρχ. προ-πύλαια, προ-λέγω (III1: & μτφρδ.: προ-ϊστορία < γαλλ. préhistoire· III2: αρχ. προ-: προ-πέρυσι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγγελία η [proangelía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προαγγέλλω: ~ θυέλλης από τη μετεωρολογική υπηρεσία.

[λόγ. < ελνστ. προαγγελία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγγέλλω [proangélo] -ομαι Ρ πρτ. προήγγελλα, αόρ. προήγγειλα, απαρέμφ. προαγγείλει, παθ. αόρ. προαγγέλθηκα, απαρέμφ. προαγγελθεί, μππ. προαγγελμένος : 1. αναγγέλλω κτ. εκ των προτέρων, πριν να συμβεί, προαναγγέλλω, προειδοποιώ. 2. προμηνύω.

[λόγ. < αρχ. προαγγέλλω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προάγγελμα το [proángelma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προαγγέλλω, το προμήνυμα, η προειδοποίηση: Tο συνοριακό επεισόδιο ήταν το ~ του πολέμου.

[λόγ. < ελνστ. προάγγελμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προάγγελος ο [proángelos] Ο20α : αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί, προμηνύει κτ. ή που ειδοποιεί εκ των προτέρων για κτ. που πρόκειται να συμβεί: Tα χελιδόνια είναι οι προάγγελοι της άνοιξης. H πτώση των τιμών στο χρηματιστήριο ήταν ο ~ αρνητικών εξελίξεων στην οικονομία της χώρας.

[λόγ. < ελνστ. προάγγελος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγορά η [proaγorá] Ο24 : η αγορά εμπορεύματος ή προϊόντος με τη συμφωνία ότι η παράδοσή του θα γίνει σε μεταγενέστερο χρόνο: Ο έμπορος προχώρησε σε ~ ολόκληρης της παραγωγής του καλλιεργητή.

[λόγ. προ- αγορά μτφρδ. γαλλ. préachat]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγοράζω [proaγοrázo] -ομαι Ρ2.1 : αγοράζω ένα εμπόρευμα ή ένα προϊόν εκ των προτέρων, με τη συμφωνία ότι αυτό θα μου παραδοθεί σε μεταγενέστερο χρόνο: Όλη η παραγωγή σπαραγγιών έχει προαγοραστεί από τους εμπόρους.

[λόγ. < ελνστ. προαγοράζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προάγω [proáγo] -ομαι Ρ πρτ. προήγα, αόρ. προήγαγα, απαρέμφ. προαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) προάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προήχθη, προήχθησαν, απαρέμφ. προαχθεί : 1. ενεργώ έτσι ώστε κάποιος ή κτ. να προοδεύσει, να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί προς το καλύτερο: ~ τις τέχνες και τις επιστήμες. H μάθηση προάγει τον άνθρωπο. Προάγεται η επιστημονική έρευνα. Πρέπει να προαχθεί η ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης. 2. προωθώ κπ. σε ανώτερη θέση, σε ανώτερο βαθμό μιας ιεραρχημένης κλίμακας· (πρβ. προβιβάζω): Ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη. Aπό τη θέση του υποδιευθυντή έχει προαχθεί σ΄ αυτήν του διευθυντή. Ο συνταγματάρχης προήχθη στο βαθμό του ταξίαρχου.

[λόγ.: 1: αρχ. προάγω· 2: σημδ. γαλλ. promouvoir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγωγή η [proaγojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προάγω. 1. η πρόοδος, η ανάπτυξη, η βελτίωση: Εργάστηκε για την ~ των προοδευτικών ιδεών / των τεχνών και των επιστημών. 2. η προώθηση, ο προβιβασμός: α. ενός υπάλληλου σε μια ανώτερη ιεραρχικά θέση: Πήρε / του έδωσαν ~. Περιμένει ~. Δημοσιεύτηκε ο πίνακας προαγωγών των στρατιωτικών. β. ενός μαθητή στην επόμενη τάξη.

[λόγ. < ελνστ. προαγωγή]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...86   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες