Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πράμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πραμάτεια η [pramátxa] Ο25α : το εμπόρευμα, ιδίως των γυρολόγων ή των μικροπωλητών: Οι μικροπωλητές διαλαλούσαν την ~ τους. Είχε την ~ του σ΄ ένα πανέρι. ΠAΡ H ~ θέλει μάτια*. || (γενικότ., προφ.) για κτ. που διατίθεται προς πώληση: Δείξε μας την ~ σου.

[πραματ(ευτής) -εια (αναδρ. σχημ.) (πρβ. μσν. πραγματία ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πραματευτάδικο το [pramateftáδiko] Ο41 : (παρωχ.) ο χώρος όπου οι γυρολόγοι ή οι μικροπωλητές πουλούν τα εμπορεύματά τους.

[πραματευτ(ής) -άδικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πραματευτής ο [pramateftís] Ο9 : (παρωχ.) πλανόδιος έμπορος, γυρολό γος: Στις εμποροπανηγύρεις μαζεύονταν έμποροι και πραματευτάδες. ΠAΡ Kι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, για κπ. που θέλει να εξισώνει τον εαυτό του με ανωτέρους του.

[μσν. πραματευτής < ελνστ. πραγματευτής με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες