Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουκάμισο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουκάμισο το [pukámiso] Ο42 : 1. εσωτερικό ελαφρό ρούχο με (κοντά ή μακριά) μανίκια και γιακά, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό από το λαιμό ως τη λεκάνη: Aντρικό / γυναικείο / φαρδύ / στενό / μακρύ / άσπρο / χρωματιστό / παρδαλό / βαμβακερό / μεταξωτό ~. Ράβω / κόβω / αλλάζω / βρομίζω / πλένω / σκίζω ένα ~. Tα πουκάμισά του είναι πάντα φρεσκοπλυμένα. (έκφρ.) αλλάζω κτ. / κπ. σαν τα πουκάμισα, μεταβάλλω, αλλάζω κτ. συχνά και με μεγάλη ευκολία: Aλλάζει ιδέες / απόψεις / εραστές σαν τα πουκάμισα. || Tο ~ του φιδιού, το δέρμα που αποβάλλουν κάθε χρόνο τα φίδια και που έχει το σχήμα του σώματός τους. 2. (τεχν., προφ.) το χιτώνιο2 (ενός κυλίνδρου). 3. (προφ.) το αργυρό κάλυμμα των εικόνων. πουκαμισάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. πουκάμισον < *ποκάμισον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του υπερ. [k] ) < υποκάμισον `ρούχο κάτω από την καμίσα΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < υπο- + *καμίσ(α) (πρβ. μσν. καμίσιον) `λινό ρούχο΄ -ον < υστλατ. camisia (από τα αραβ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες