Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορνικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορνικός -ή -ό [pornikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε πόρνη. || (επέκτ.) ανήθικος, ασελγής.

[λόγ. < ελνστ. πορνικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες