Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντοπόρος -α -ο [pondopóros] Ε4 : που πλέει, που διαπλέει την ανοιχτή θάλασσα, που πραγματοποιεί υπερπόντια ταξίδια: Ποντοπόρα πλοία.
[λόγ. < αρχ. ποντοπόρος]