Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποντικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποντικός ο [pondikós] Ο17 θηλ. ποντικίνα [pondiína] Ο26 : 1. το ποντίκι 1. ΦΡ πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα*. ΠAΡ Ο ~ στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί, για όσους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ή κάνουν ενέργειες που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους. 2. (μτφ.) διαρρήκτης: Συνελήφθη ~ των ξενοδοχείων.

[μσν. ποντικός < αρχ. Ποντικός μῦς `ένα είδος νυφίτσας΄ (μῦς: `ποντικός΄, Ποντικός `από τον Πόντο, τη Mαύρη Θάλασσα΄)· ποντικ(ός) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες