Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πονηρός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πονηρός -ή -ό [ponirós] Ε1 : 1. που προσανατολίζει και χρησιμοποιεί την όποια ικανότητα και ευφυΐα διαθέτει στο να κάνει σκέψεις και να επινοεί τρόπους (συχνά πλάγιους και ανορθόδοξους) ή τεχνάσματα που δεν περνούν από το μυαλό των άλλων, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του: H γυναίκα του, πονηρή και καπάτσα, κατάφερνε πάντα να γίνεται το δικό της. Ο ~ διαρρήκτης ξέφευγε από τις παγίδες της αστυνομίας. Έπεσε θύμα πονηρών εμπόρων. || (έκφρ.) πονηρή αλεπού*. (λόγ.) εκ του πονηρού, με πονηρό σκοπό, πρόθεση. (προφ.) ~ ο βλάχος!, λέγεται για κπ. που αποδεικνύεται πονηρός ενώ θεωρούνταν αφελής. οι καιροί είναι πονηροί, οι περιστάσεις είναι απρόβλεπτες, ασταθείς, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. || (ως ουσ.) ο πονηρός, ο διάβολος. 2. που έχει χαρακτηριστικά του πονηρού: Tα πονηρά μάτια του στριφογύριζαν δεξιά αριστερά. Tο πονηρό της μουτράκι έλαμψε μ΄ ένα χαμόγελο. 3. που δεν εξαπατάται εύκολα, φιλύποπτος, καχύποπτος. ANT εύπιστος, αφελής: Είναι πολύ πονηρή, δεν την ξεγελάς εύκολα. 4. που αναφέρεται, που σχετίζεται με τα ερωτι κά, τα σεξουαλικά: Kάνει πονηρές σκέψεις. Έχει πονηρό σκοπό. || (ως ουσ.) το πονηρό, το κακό, το ανήθικο: Όλο στο πονηρό πάει ο νους / το μυαλό του. πονηρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. πονηρούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. πονηρά ΕΠIΡΡ: Σκέφτομαι / χαμογελώ / κοιτάζω ~. Mου ΄κλεισε ~ το μάτι.

[αρχ. πονηρός `καταπονημένος, άχρηστος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· πονηρ(ός) -ούλης· πονηρ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες