Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύκλαυστος -η -ο [políklafstos] Ε5 : (λόγ., για πεθαμένο) που για το θάνατό του έκλαψαν ή (αξίζει να) κλαίνε, θρήνησαν ή (αξίζει να) θρηνούν πολύ: Ο ~ νεκρός.
[λόγ. < αρχ. πολύκλαυστος]