Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύκλαυστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύκλαυστος -η -ο [políklafstos] Ε5 : (λόγ., για πεθαμένο) που για το θάνατό του έκλαψαν ή (αξίζει να) κλαίνε, θρήνησαν ή (αξίζει να) θρηνούν πολύ: Ο ~ νεκρός.

[λόγ. < αρχ. πολύκλαυστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες