Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύγλωσσος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύγλωσσος -η -ο [políγlosos] Ε5 : 1. ομιλητής ή γλωσσική κοινότητα, που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί περισσότερες από δύο γλώσσες (ή διαλέκτους): Ο υποψήφιος είναι ~, έμπειρος και καλά καταρτισμένος. H Ελβετία είναι πολύγλωσση χώρα. 2. που είναι διατυπωμένος σε πολλές γλώσσες: Πολύγλωσσο λεξικό. ~ τουριστικός οδηγός.

[λόγ. < ελνστ. πολύγλωσσος, αρχ. σημ.: `με πολλές φωνές, που δίνει πολλές μαντείες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες