Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυσχιδής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυσχιδής -ής -ές [polisxiδís] Ε10 : που διακλαδίζεται σε πολλά μέρη, που εκτείνεται σε πολλούς τομείς, πολύπλευρος: ~ δράση / προσωπικότητα. Πολυσχιδές έργο. πολυσχιδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πολυσχιδής, ελνστ. πολυσχιδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες