Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολλοστημόριο το [polostimório] Ο42 : το ελάχιστο μέρος, τμήμα ενός όλου: H τωρινή αξία του υποτιμημένου νομίσματος δεν αποτελεί παρά ~ της αρχικής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. πολλοστημόριος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολλοστός -ή -ό [polostós] Ε1 : που κατέχει την τελευταία θέση σε μια σειρά πολλών όμοιων πραγμάτων: Tο λέω / το επαναλαμβάνω / το τονίζω για πολλοστή φορά.
[λόγ. < αρχ. πολλοστός]