Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολιτικάντης ο [politikándis] Ο11 : (μειωτ.) αυτός που ασκεί την πολιτική κατά τρόπο που να εξυπηρετεί μικροσυμφέροντα· μικροπολιτικός: Γέμισε ο τόπος πολιτικάντηδες και ρουσφετολόγους. || (επέκτ.) αυτός που συμπεριφέρεται με διπλωματικότητα και ευελιξία προκειμένου να πετύχει κτ.
[ιταλ. politicant(e) -ης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολιτικάντικος -η -ο [politikándikos] Ε5 : (μειωτ.) που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε πολιτικάντη· μικροπολιτικός.
πολιτικάντικα ΕΠIΡΡ. [πολιτικάντ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολιτικαντισμός ο [politikandizmós] Ο17 : (μειωτ.) η άσκηση της πολιτικής κατά τρόπο που να εξυπηρετεί μικροσυμφέροντα· μικροπολιτική: Πρέπει να χτυπηθεί ο ~ και το ρουσφέτι.
[λόγ. πολιτικάντ(ης) -ισμός]