Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποκά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόκα η [póka] Ο25 : είδος τυχερού χαρτοπαίγνιου με πολλές παραλλαγές· (πρβ. πόκερ): Aνοιχτή / κλειστή ~.

[αγγλ. poker (από βρετανική προφ., σύγκρ. πόκερ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποκαδόρος ο [pokaδóros] Ο18 : (δεινός) παίκτης της πόκας.

[πόκ(α) -αδόρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποκάρι το [pokári] Ο44 : (λαϊκότρ.) η ποσότητα του μαλλιού που προέρχεται από το κούρεμα προβάτου. || (επέκτ.) ποσότητα, όγκος μαλλιού.

[ελνστ. ποκάριον (υποκορ. του αρχ. πόκος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες