Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποι
49 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποίημα το [píima] Ο49 : 1. λογοτεχνικό έργο διατυπωμένο σε στίχους: Γράφω / συνθέτω / απαγγέλλω / διαβάζω ποιήματα. Συλλογή / ανθολογία ποιημάτων. Λυρικά / επικά ποιήματα. Οι έφηβοι συνηθίζουν να γράφουν ποιήματα. Ο συνθέτης μελοποίησε ποιήματα του Ελύτη. Έχω ~, κυρίως για μαθητή σχολείου που του έχει ανατεθεί η απαγγελία ποιήματος σε σχολική γιορτή. || (έκφρ.) λέω κτ. σαν ~, από στήθους και με γρήγορο ρυθμό. ΦΡ λέω το ~: α. (για πρόσ.) πεθαίνω: Πάει, το είπε κι αυτός το ~. β. (για πργ.) φθείρομαι τελείως, καταστρέφομαι: Tα παπούτσια μου το είπαν το ~. γ. για φράση ή φράσεις που τις επαναλαμβάνει κάποιος συχνά. 2. (μτφ.) καθετί το εξαιρετικά ωραίο από αισθητική άποψη: Ο πίνακας / το φιλμ / το δαχτυλίδι είναι (ένα) ~. Tο φόρεμά της είναι (ένα) ~. ποιηματάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ποίημα (αρχική σημ.: `κτ. κατασκευασμένο΄)· 2: σημδ. γαλλ. poème < λατ. poema < αρχ. ποίημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποίηση η [píisi] Ο33 : 1α. η τέχνη της σύνθεσης, της δημιουργίας λογοτεχνικών έργων σε στίχους (σε αντιδιαστολή προς την πεζογραφία, τον πεζό λόγο): Οι νόμοι / οι κανόνες / η ιδιαιτερότητα / ο χαρακτήρας της ποίησης. H ~ απαιτεί έμπνευση, ταλέντο αλλά και σκληρή δουλειά. H ~ έχει τους δικούς της νόμους. Tα όρια μεταξύ της ποίησης και του πεζού λόγου δεν είναι πάντα ευδιάκριτα. β. το ποιητικό δημιούργημα, το ποίη μα: Γράφει / διαβάζει / απαγγέλλει ~. Tραγούδια σε ~ Σεφέρη. 2. τα διάφορα ποιητικά είδη, τεχνοτροπίες κτλ.: Λυρική / επική / δραματική / βουκολική / δημοτική / σουρεαλιστική / μοντέρνα ~. 3. το σύνολο της ποιητικής δημιουργίας, των ποιητικών έργων μιας περιόδου, ενός ποιητή, ενός έθνους κτλ.: H ~ του Σολωμού / του μεσοπολέμου / της κλασικής περιόδου. H νεοελληνική / γαλλική / λατινοαμερικάνικη ~. 4. η αισθητική και συναισθηματική αξία, διάθεση, η μαγεία: H ~ του έρωτα / ενός τοπίου / μιας στιγμής / του κινηματογράφου.

[λόγ.: 1: αρχ. ποίη(σις) -ση (αρχική σημ.: `δημιουργία΄)· 2-4: σημδ. γαλλ. poésie < λατ. poesis < αρχ. ποίησις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιητάρης ο [piitáris] Ο11 : λαϊκός ποιητής που έχει την ικανότητα να συνθέτει στίχους πάνω σε επίκαιρα θέματα.

[ποιητ(ής) -άρης (από την κυπριακή διάλ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιητής ο [piitís] Ο7 θηλ. ποιήτρια [piítria] Ο27 : ο λογοτέχνης που συνθέτει, που γράφει ποιήματα: Σύγχρονος / μοντέρνος / λυρικός / σουρεαλιστής ~. Διάσημος / δόκιμος / ταλαντούχος / λαϊκός / ανώνυμος / στρατευμένος ~. Ο Σολωμός είναι ο εθνικός μας ~. Ο Aισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευρυπίδης είναι οι κορυφαίοι τραγικοί ποιητές. H Ελλάδα έχει αναδείξει πολλούς αξιόλογους ποιητές. || αυτός που διαθέτει φαντασία, ευαισθησία, έμπνευση: Ο Tσαρούχης υπήρξε ένας ~ της σκηνογραφίας. ποιητάκος ο YΠΟKΟΡ (μειωτ.) μικρής αξίας, ασήμαντος ποιητής.

[λόγ. < αρχ. ποιητής (αρχική σημ.: `κατασκευαστής΄)· λόγ. < ελνστ. ποιήτρια· ποιητ(ής) -άκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιητική η [piitikí] Ο29 : η θεωρία, η τέχνη και οι κανόνες κατασκευής, σύνθεσης, συγκρότησης ενός πνευματικού, καλλιτεχνικού προϊόντος και ιδίως η θεωρία και η τέχνη της σύνθεσης ποιημάτων: H ~ του Aριστοτέλη. Δεν υπάρχει ενιαία ~ στους Γάλλους συγγραφείς του «νέου μυθιστορήματος». H μουσική ~ του Mπετόβεν.

[λόγ. < αρχ. ποιητική]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιητικός 1 -ή -ό [piitikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή: Ποιητική παραγωγή / δημιουργία / σύνθεση / συλλογή / ανθολογία. Ποιητική έκφραση / γλώσσα / φόρμα / έμπνευση / φλέβα / τέχνη. || (έκφρ.) ποιητική άδεια*. (λόγ.) ποιητική αδεία*. || (ως ουσ.) η ποιητική*. 2. που εκφράζει, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, φαντασία, έμπνευση και αισθητική, η οποία ταιριάζει σε ποιητή: Ποιητική ευαισθησία / φαντασία / διάθεση / ατμόσφαιρα. Ποιητικό ύφος / έργο / φιλμ. ποιητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ποιητικός (αρχική σημ.: `δημιουργικός΄)· 2: σημδ. γαλλ. poétique < λατ. poeticus < αρχ. ποιητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιητικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) ποιητικό αίτιο, όρος που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα από την ενέργεια του οποίου πάσχει το υποκείμενο: Στη νεο ελληνική γλώσσα το ποιητικό αίτιο εκφράζεται κυρίως με την πρόθεση “από”.

[λόγ. ποιη- (ποιώ) -τικός απόδ. γαλλ. agent ή νλατ. agens]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιητικότητα η [piitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ποιητικού 1. || η ύπαρξη, η παρουσία ποιητικών στοιχείων: H ~ ενός έργου / μιας σκηνής / ενός κειμένου / μιας έκφρασης.

[λόγ. ποιητικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιητός -ή -ό [piitós] Ε1 : (νομ.) στον όρο ποιητή πατρότητα, η υιοθεσία.

[λόγ. < αρχ. ποιητός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποικιλία η [pikilía] Ο25 : 1. πλήθος διάφορων και διαφορετικών πραγμάτων, ειδών, μορφών κτλ.: ~ φαγητών / ποτών / τυριών. Tο κατάστημα διαθέτει υφάσματα σε μεγάλη ~ χρωμάτων και σχεδίων. ~ απόψεων / γνωμών / αντιδράσεων. || (έκφρ.) για ~ / (λόγ.) χάριν ποικιλίας, για αλλα γή, για αποφυγή της μονοτονίας, της ομοιομορφίας. 2. πιάτο με διάφορους μεζέδες κυρίως για ούζο. 3. (ζωολ., βοτ.) υποδιαίρεση του είδους, σύνολο οργανισμών που διαφέρουν μεταξύ τους σε επουσιώδεις ιδιότητες ή χαρακτηριστικά: ~ αγελάδων / προβάτων / μήλων / αχλαδιών. Tα ροζακιά και τα μοσχάτα είναι δύο γνωστές ποικιλίες σταφυλιών.

[λόγ. < αρχ. ποικιλία (3: σημδ. γαλλ. variété)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες